Δε μου το βγάζεις απ'το μυαλό πως αυτό που εμείς αποφασίσαμε να το ορίζουμε ως θάλασσα δεν είναι παρά μια τεράστια υγρή, διάφανη αποθήκη από γράμματα. Γράμματα που συνεχώς πέφτουν από ψηλά μέσα στην ατίθαση αγκαλιά της. Γράμματα από διάφορα αλφάβητα, από διάφορες γλώσσες. Από διάφορες ευχές, καρδιές, όνειρα. Τόσο σοφά ανακατεμένες στο απέραντο γαλάζιο που ανάλογα με τα κέφια της σχηματίζουν καινούριες λέξεις. Καινούρια μονοπάτια στον ορίζοντα μιας βαρετής καθημερινότητας.
Πώς αλλιώς θα δικαιολογηθεί το ότι πάνω της γλιστράνε τόσοι πόθοι, τόσοι πόνοι, τόσες προσδοκίες; Μάτια σαν χάντρες, καρδιές σαν βαριές βαλίτσες, χέρια και πόδια σαν φάροι νοτισμένοι απ'την αλμύρα. Δισεκατομμύρια πλεούμενα, μικρά και μεγάλα, φορτωμένα μ'έναν αθόρυβο φόβο για το αύριο που είναι παντελώς άγνωστο ή ολοκληρωτικά προκαθορισμένο.
Μ'ένα φύσημα του μπάτη, αμέσως καινούριες λέξεις σχηματίζονται. Καινούρια νοήματα. "Μοίρα", επιλογές, βήματα, σκιρτήματα. Όλα μεταστοιχειώνονται. Γίνονται καράβια με φουσκωμένα πανιά που ρίχνονται μ'ορμή στην περιπέτεια. Στα απόμακρα λημέρια των ανέμων. Στο τέρμα του ορίζονται. Στα λησμονημένα δωμάτια της καρδιάς.
Πόσο δίκιο έχει ο Πόε...Όσα βλέπουμε σ'αυτόν εδώ τον κόσμο είν'ένα όνειρο ατέλειωτο, κρυμμένο μέσα σ'άλλο...