Ιδέες. Ιδέες παντού, ολόγυρα.
Και κάπου εκεί ανάμεσα , ατόφιο φως αθέατο.
Πολλές φορές, ανεβαίναμε -είτε μικρή είτε μεγάλη παρέα- σ'ένα μεγάλο βουνό όπου ένας φίλος είχε εξοχικό. Θέα απίστευτη. Ομορφιά ασύλληπτη. Άνοιγες το παράθυρο τα πρωινά και σου ερχόταν αυτή η μυρωδιά απ'το νοτισμένο με υγρασία χώμα, αυτή η ολοκάθαρη δροσιά του παρθένου, ανέγγιχτου, καθαρού δάσους. Όχι καυσαέρια και σκόνη και νέφος.
Απίθανο αίσθημα.
Άκουγες τα πουλιά να απολαμβάνουν το πρωινό κελαηδώντας σε χαρούμενες μελωδίες. Αφουγκραζόσουν τον βουνίσιο, αέρα να περνάει ανάμεσα απ'τα έλατα και τα πεύκα και μαγευόσουν. Έβλεπες αετούς να πετούν αυτοκρατορικά, στιβαρά και πετούσες και συ μαζί τους στον ολογάλανο ουρανό.
Βγαίναμε τα βράδια στην αυλή με το φρεσκοκουρεμένο γκαζόν και κοιτούσαμε τ'αστέρια. Το φεγγάρι. Και μιλούσαμε. Ατέλειωτες ώρες. Σκεφτόμασταν τι όμορφα που θα'ταν αν μπορούσαμε να μείνουμε εκεί για πάντα. Εναλλακτικότητα στον τρόπο ζωής, γνησιότητα και αληθινή σχέση με τη φύση. Πιο κοντά.
Τι όμορφα που θα'ταν.
Και θυμάμαι που πηγαίναμε ν'ανάψουμε το καντηλάκι στο πέτρινο, παλιό εξωκλήσι εκεί κοντά στην άκρη ενός λοφίσκου ψηλού. Κι από κάτω, το μάτι ταξίδευε (ή μάλλον πετούσε) ως το γλυκό, ασύνορο του βουνού. Έφτανε ως τη θάλασσα, στο βάθος. Τι γλυκό άπειρο. Και σκεφτόμουν πως η αλήθεια είναι τόσο υποκειμενική.
Ποιος είμαι εγώ που θα σου πω τι να κάνεις; Ποιος είμαι εγώ που θα αμφισβητήσω αυτά που αισθάνεσαι; Ο δικός σου κόσμος, η δικιά σου αλήθεια είναι απόλυτα σεβαστή. Δε μπορώ να το αμφισβητήσω αυτό.
Εσύ είσαι ο δικός σου κόσμος. Εγώ έχω έναν δικό μου. Οι δικιές σου εμπειρίες, τα βιώματά σου τα σέβομαι. Έχω κι εγώ τα δικά μου. Βιώματα, σκέψεις, ιδέες, απορίες, σκέψεις, πάθη, αρετές, όνειρα. Κι όταν έρχεται το βράδυ και πέφτω να κοιμηθώ, θυμάμαι πως αν δεν ήταν Εκείνος να φυσήξει λίγο ατόφιο φως στη φθαρτή μου καρδιά, θα'μουν ένα φύλλο που θα χανόταν στον φθινοπωρινό άνεμο.
Κι ο κόσμος θα προχωρεί στους ρυθμούς του. Κι ζωή θα κυλά. Κι η μουσική της καρδιάς σου, της καρδιάς μου, θα συνεχίζεται.