Λένε πως ένα πρωί, όταν ο Διογένης ακόμα ήταν μισοκοιμισμένος μπροστά σε μία πόρτα όπου είχε περάσει τη νύχτα του, πέρασε από εκεί ένας πλούσιος γαιοκτήμονας.
- Καλημέρα, είπε ο άρχοντας.
- Καλημέρα, είπε ο Διογένης.
- Αυτή η βδομάδα μου πήγε πολύ καλά και ήρθα να σου δώσω αυτό το πουγκί με τα χρήμτα.
Ο Διογένης τον κοίταξε αμίλητος και συνέχισε να κάθεται ακίνητος.
-Πάρ'τα, δεν είναι παγίδα. Δικά μου είναι και στα δίνω. Ξέρω ότι τα χρειάζεσαι περισσότερο από μένα.
- Εσύ έχεις κι άλλα; ρώτησε ο Διογένης.
- Και βέβαια έχω, αποκρίθηκε ο πλούσιος. Έχω κι άλλα πολλά.
- Και δε θα ήθελες να έχεις περισσότερα απ'όσα έχεις;
- Ναι, και βέβαια θα το ήθελα.
- Τότε κράτησε αυτά τα χρήματα. Γιατί εσύ τα χρειάζεσαι περισσότερο από μένα.
απόσπασμα απ'το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι "Να σου πω μια ιστορία;"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου