Κι ύστερα, όταν βράδιασε,
άδειασα τα παπούτσια μου
απ'όλους τους δρόμους
κι έπεσα να κοιμηθώ
Γκρίζες πόρτες που ανοιγοκλείνουν. Χιλιάδες μάτια θολά που μπαινοβγαίνουν σκυφτά. Δε βλέπουν τη θέα. Δε βλέπουν με την καρδιά. Ίσως η καρδιά να'χει γεμίσει καταχνιά. Λυπάμαι. Λυπάμαι σα σκέφτομαι τι χάνουν όλες αυτές οι καρδιές. Που θα μπορουσαν να περπατούν, κρατωντας σφιχτα στα χερια τους τους νυχτερινους χαρτες τ'ουρανου.
Και συ συνεχίζεις να περπατάς. Ακολουθείς τα βήματα των υπολοιπων άνευρος, σκυφτός, λιγομίλητος. Οχυρώνεσαι πίσω απ'τις έγνοιες σου. Κρυωνεις. Το περιγραμμα του κορμιου σου μαζευεται κι αυτο. Η ανοιξη μεσα σου ξεθωριασμενη αναμνηση. Αποηχος που σε κανει ν'αναρωτιεσαι αν οι εποχές μέσα σου σταμάτησαν το γαϊτανάκι του κύκλου τους.
Μα εκεί που φαίνεται πως ολα μαραινονται, επηρεασμένα απ'την θωπεία του γκρίζου, ερχεται -καθυστερημενος εστω- καποια στιγμη ο ηλιος. Πάντα ερχεται. Και οι αχτιδες του, ζεστες, ολοφρεσκες, σε προσκαλουν ν'ανοιξεις τα κλειδωμενα παραθυρα του κοσμου σου. Εχουν κανει δυναμικο ταξιδι. Κι ειναι σα να σου λενε: "Κοίτα πόσο όμορφα κυλούν τα όνειρα πάνω στις ράγες του πρώην ανέφικτου. Κοίτα πόσο δυνατά χτυπά η καρδιά όταν νιώσει αγάπη".
Και κάπως έτσι το ταξίδι σου γεμίζει ξανά με το νόημα της ελπίδας. Τι ξεχωριστή συγκομιδή! Μπορείς πια να πέσεις για ύπνο με το χαμόγελο στολισμένο οικεία στο φάρο της καρδιάς σου. Κι είναι τόσο όμορφη η ακρογιαλιά σαν την κοιτάζεις από ψηλά.
υγ: Το τετράστιχο στην αρχή είναι απ'το πεζό κείμενο του Τάσου Λειβαδίτη με τίτλο "Εξόφληση" (απ'τη συλλογή των εκδόσεων Κέδρος, τόμος 2ος)
Ο Λειβαδίτης είναι ο αγαπημένος μου , από τα πρώτα βιβλία που αγόρασα νέα.Βλέπω ότι κι εσύ αναφέρεσαι πολλές φορές σ' αυτόν άρα ..σου αρέσει.Καλημέρα φίλε μου!
ΑπάντησηΔιαγραφήΘεέ μου στον κήπο της καρδιάς μου όλα τα λουλούδια έχουν μαράνει...Κάνε με τη Χάρη Σου ν'ανθισουν άλλα...
ΑπάντησηΔιαγραφή