You know what music is? God's little reminder
that there's something else besides us in this universe,
a harmonic connection between all living beings,
everywhere, even the stars.
Καθόταν καιρό τώρα έξω απ'την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου στην πάνω πλευρά της πανεπιστημιούπολης. Μπορούσες να τον δεις σχεδόν κάθε μέρα τις πρωινές ώρες μέχρι που μεσημέριαζε. Μετά χανόταν. Συνήθως δεν έδινα σημασία, ο δρόμος μου για τη δουλειά, όμως, περνούσε απ'την είσοδο εκείνη του νοσοκομείου. Καθημερινά, εκατοντάδες άνθρωποι περνούσαν με συννεφιασμένα πρόσωπα την πύλη του τεράστιου οικοδομήματος.
Εκείνος πάντα στην δεξιά άκρη της πύλης. Δεν τον θυμάμαι ποτέ καθιστό. Πάντα όρθιος, κρατώντας με το δεξί χέρι του τα γεμάτα ήλιον πολύχρωμα μπαλόνια. Που, άμα τ'αφήσεις, θα πετάξουν προς το γαλάζιο άπειρο. Φιγούρα άκρως μινιμαλιστική. Σε τέλεια αντίθεση με τους υπόλοιπους πλανόδιους μικροπωλητές εκεί. Ανάμεσα από μια παράξενη συγχορδία από σειρήνες ασθενοφόρων, ανήσυχες συνομιλίες περαστικών και συνθήματα οργισμένων φοιτητικών παρατάξεων, εκείνος και τα πολύχρωμα μπαλόνια του μοιράζονταν μια παράξενη σιωπή.
Οι πιο πολλοί τον προσπερνούσαν με σκυμμένο το κεφάλι βυθισμένοι στις δικές τους αγωνίες -ο πόνος τις πιο πολλές φορές κάνει τις ψυχές και τα βλέμματα να συστέλλονται. Κάποιοι, λίγοι, σήκωναν το βλέμμα ψηλά μέχρι τα μπαλόνια. Συνήθως, τα μπαλόνια που πουλούσε προορίζονταν για το τμήμα Μαιευτικής. Για χαρούμενες περιστάσεις. Σπάνια και για κάποιες περαστικές μητέρες που βόλταραν με το καρότσι τα μικρά τους αγγελούδια. Όλοι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο εκείνο τον γνώριζαν ως "ο τύπος με τα μπαλόνια". Λίγοι, ελάχιστοι τον γνώριζαν περισσότερο.
Κάποιο βροχερό πρωινό που μου έτυχε έκτακτη υπόθεση, έκλεισα την εξώπορτα του σπιτιού μου τρεχάτος και με την υπόθεση να τριγυρίζει στη σκέψη μου. Χωρίς ομπρέλα, χωρίς να'χω φάει πρωινό. Απότομα και τρέχοντας. Στο ύψος της πύλης του νοσοκομείου θυμήθηκα πως είχα ξεχάσει να πάρω μαζί μου το μήλο μου.