όταν τα λόγια πια δεν αρκούν,
θα'χεις για παρέα το φως
λεπτό, δροσερό κι αθέατο
Ώσπου αφήνεσαι. Τα δάκρυα ορμούν, σωστοί χείμαρροι απ'τη μοναξιά των ματιών σου. Κλαις, κλαις για ώρα. Τα χέρια σου σφιχταγκαλιάζουν το πονεμένο σου κορμί. Σηκώνεσαι. Με αργά βήματα φτάνεις ως την μπαλκονόπορτα. Ανοίγεις την πόρτα. Το καλοκαιρινό αεράκι σε τυλίγει μες στη σιωπή. Σηκώνεις τα μάτια σου ψηλά. Το βλέμμα σου συναντιέται με τ'άπειρα αστέρια.
Χωρίς να το καταλάβεις, μια φωνούλα μέσα σου αρχίζει να ψελλίζει μια προσευχή. Άθελά σου αρχίζεις να μετέχεις και συ. Έλα, αν υπάρχεις, στη ζωή μου. Μ'ακούς, Θεέ μου; Ή μιλάω στο πουθενά; Αν υπάρχεις, έλα.
Και κλείνεις τα μάτια. Και, μέσα στη σιωπή της μεγαλούπολης, γεύεσαι μια θάλασσα γαλήνης. Και μέσα απ'τη γαλήνη χιλιάδες αστέρια ξεκολλούν απ'τον ουρανό. Και μαζί τους άλλες τόσες ομπρέλες χορεύουν στο ταξίδι του ανέμου. Και συ; Δε ξέρεις τι και πώς και γιατί. Η καρδιά σου γεύεται μυστικά κι η μοναξιά σβήνει απρόσμενα όπως ήρθε. Κάτι μέσα σου πια σε πλημμυρίζει ελπίδα.
απ'την αληθινή ιστορία της Βασιλικής