Νύχτα. Στους πρόποδες μιας αστικής μεγαλούπολης. Τα φώτα της πόλης δε διακρίνονται καθαρά. Θες το καυσαέριο, θες η υγρασία, θες η ζέστη που ακόμη επιμένει μέσα στις άδειες τσιμεντένιες αστικές γωνιές.
Κάποιες φορές που νιώθω μπερδεμένος ή στεναχωρημένος, παίρνω τη μηχανή μου και κατηφορίζω προς τη θάλασσα. Έτσι έκανα κι απόψε.
Το καλοκαίρι σχεδόν αφήνεται να σβήσει ήρεμα και φέτος. Ο λεπτός ήχος του κύματος που σιγοσβήνει στην ακρογιαλιά πάντα μου το υπενθυμίζει.
Όλα είναι ρευστά τελικά σ'αυτή τη ζωή. Στ'αλήθεια, όλα. Τη μια είσαι καλά, την άλλη -εντελώς στα ξαφνικά- αναρωτιέσαι πώς βρέθηκες σ'ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Τη μια τα οικονομικά σου είναι μαύρο χάλι, την άλλη κάτι συμβαίνει κι ανασαίνεις και λίγο βρε αδερφέ.
Το ίδιο και με την πίστη. Αν πεις ότι πιστεύεις, έρχονται οι κατραπακιές της ζωής να σου ταρακουνήσουν την γυάλα στην οποία οχυρώθηκες. Είμαστε στιγμιότυπα, είμαστε κάτι που συνεχώς αλλάζει.
Όλα αλλάζουν εδώ. Όλα. Μόνο η αγάπη του Θεού που εκφράζεται με τους πιο απίθανους τρόπους είναι σταθερή: άλλοτε με μια αγκαλιά, άλλοτε με μια εξομολόγηση κι άλλοτε με ένα γλυκό βραδάκι στην παραλία.
Είσαι παντού, Θεέ μου. Και τις στιγμές που ένιωθα μόνος και στεναχωρημένος, τότε ήσουν εκεί. Τότε ήσουν πιο πολύ από ποτέ δίπλα μου. Και τότε οι στεναχώριες γίνονταν προσευχές. Και οι προσευχές μπαλόνια που με έφερναν στην ομορφιά τ'ουρανού Σου.