Σηκώθηκε απ'το γραφείο του βάζοντας το laptop σε αναμονή. Βγήκε με γοργά βήματα στο μπαλκόνι. Η κούραση μεγάλη. Αισθανόταν τα μάτια του βαριά. Αφέθηκε ν'ανασάνει μ'όση δύναμη του'χε απομείνει. Τ'αστέρια θαμπά πλέον, κόντευαν να σβήσουν. Το πηχτό σκοτάδι της νύχτας άρχιζε σταθερά να υποχωρεί. Πλέον το κουρασμένο βλέμμα του μπορούσε να διακρίνει ορισμένες φωτεινές λεπτομέρειες της μεγαλούπολης που ξυπνούσε. Ο ήλιος ετοιμαζόταν για το σημερινό, νέο, ουράνιο ταξίδι του.
Ξαναμπήκε μέσα στο σπίτι κλείνοντας μόνο τη σίτα. Έκανε μια σύντομη προσευχή καρδιακή και έπεσε για ύπνο. Τι ύπνο δηλαδή... Λιγότερο από μιάμιση ώρα του έμενε πριν ξεκινήσει για τη δουλειά. Απλά θα ξεκούραζε ελάχιστα τα βλέφαρά του.
Το project το οποίο είχε αναλάβει και του είχε εμπιστευτεί ο εργοδότης του απαιτούσε πολλές ώρες επιπρόσθετης δουλειάς τεσσάρων μηνών. Σκυμμένος πάνω από ένα laptop να κάνει μετρήσεις, να γράφει, να σβήνει, να ξαναμετράει, να διορθώνει... Όμως, έπρεπε να τα καταφέρει. Χωρίς αυτό το project δε θα μπορούσε να ξεφύγει απ'τα δεσμά της τωρινής του δουλειάς. Τα όνειρα, βλέπεις, για να πραγματοποιηθούν απαιτούν βαθιά, χαλύβδινη θέληση. Ατελείωτο κόπο. Τα όνειρα έχουν χρώμα φωτεινό. Εξαίσιο.
....
Οι μήνες πέρασαν. Ήρθε το ζεστό καλοκαίρι. Το project ήταν σχεδόν έτοιμο. Οι μετρήσεις είχαν διπλοτσεκαριστεί. Τα κείμενα είχαν διορθωθεί. Οι πίνακες και οι εικόνες είχαν μπει στα κατάλληλα σημεία. Όλα έδειχναν μια χαρά. Κατέθεσε το project στους υπεύθυνους και αποχώρησε απ'την αίθουσα συνεδριάσεων με μια γαλήνη στην καρδιά. Είχε κάνει αυτό που μπορούσε. Ήξερε ότι τα είχε δώσει όλα και γι'αυτό ήταν ήρεμος. Επισκέφτηκε τον άγιο-προστάτη της πόλης του, άναψε ένα κερί και προσευχήθηκε. Όπως έκαιγε το κεράκι, έτσι μια ευωδιαστή, ζεστή ευχαριστία ανάβλυζε απ'τα τρίσβαθά του... Έκανε μεταβολή και βγήκε απ'το ναό.
...
Μετά από είκοσι μέρες, τα αποτελέσματα ήρθαν στο mail του αποκαρδιωτικά. Το project του απορρίφθηκε. "Απορρίφθηκε"... Η καρδιά του έγινε ανοιχτή πληγή. Χρώμα διάφανο, μαρτυρικό. Τα όνειρά του σκόρπισαν. Οι ελπίδες του γκρεμίστηκαν. Ένιωσε τον κόσμο να χάνεται κάτω απ΄τα πόδια του. Το παράπονο όλο και περισσότερο τον κυρίευε... "Μα γιατί; Γιατί; Τόσος κόπος χαμένος; Τόσα ξενύχτια, τόσες υπερωρίες στο πουθενά;".
Μια παγωμένη σκέψη τον διαπέρασε αστραπιαία. Σκέφτηκε προς στιγμή να τερματίσει τη ζωή του. Δεν είχε νόημα να συνεχίσει μια τέτοια ζωή όπου όλα του πήγαιναν ανάποδα. Και δεν ήταν μόνο το project... Το μυαλό του ταξίδευε σ'όλες τις δυσκολίες που ως τώρα είχε περάσει. Συσσωρεύονταν στην ψυχή του σαν μανιασμένα, μαύρα κύματα όλες οι στεναχώριες, όλα τα προβλήματά του, όλες οι αρρώστιες. Όλα. Όλα...
Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήθελε να κλάψει, μα δεν ήταν συνηθισμένος. Πάντα στεκόταν γενναίος και ώριμος. Μα τώρα... Τώρα ένιωθε απίστευτο βάρος, αμείωτα δυνατό πόνο. Χαμήλωσε το κεφάλι του στο νιπτήρα και άφησε το νερό να τρέχει άφθονο στο πρόσωπό του. Πιάστηκε με τα δυο χέρια για να μην πέσει και κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Ο χρόνος, τότε, κρύφτηκε για μια στιγμή. Λες και αισθανόταν κι αυτός σαν χαρακιές των πόνο των ματιών του.
"Θα ξαναπροσπαθήσω", είπε. "Θα ξεκουραστώ για μια βδομάδα και θα ξαναφτιάξω καινούριο project". Δεν τον ένοιαζε τι θα πουν οι γύρω του. Συνήθως του έδειχναν κατανόηση, μια ειλικρινή συμπάθεια, μα αυτό δεν τον άγγιζε. Τον αποξένωνε μάλλον. Όταν τα προβλήματα γρατζουνάνε την ψυχή σου, τότε αισθάνεσαι πως πονάς περισσότερο απ'όλους στο σύμπαν. Κάνεις τον προσωπικό σου πόνο παγκόσμια μοναδικό... Μα εκείνος είχε μάθει -έτσι τον είχαν μεγαλώσει- να ζει ευχαριστιακά. Η ευτυχία έρχεται μέσα απ'τις δυσκολίες. "Ευτυχία δίχως εμπόδια πιο πριν είναι κάλπικη" του τόνιζε ο πατέρας του. Η ομορφιά της ψυχής ανθίζει στο βάθος και ριζώνει μονάχα αν μάθεις να μη βουλιάζεις με το πρώτο δυνατό κύμα...
Ήταν ζωντανός και αυτό του αρκούσε. Είχε υγεία, σπίτι και τόσα άλλα. Άλλοι δεν έχουν ούτε να φάνε. Άλλοι έχασαν κάποιον δικό τους που διάβηκε το κατώφλι τ'ουρανού. Έτσι σκεφτόταν...
Το να ξαναπροσπαθήσει ήταν για εκείνον μονόδρομος. Όχι μια εγωιστική εμμονή, μα μια νέα χαραυγή αγωνιστικότητας. Ήταν γενναίος και ξαναβρήκε το χαμένο κουράγιο του. Ζούσε με ελπίδα ανείπωτη. Ελπίδα άλλης διάστασης. Ήξερε ότι ο Θεός ήταν τόσο παρών παρόλο που φαινόταν σκανδαλιστικά απών. Ήξερε... Το είχε ξανανιώσει...