Απόγευμα. Βροχερό απόγευμα. Στην παραλία έριχνε αυτό το ψιλόβροχο που δε σ'αφήνει να το ξεχάσεις, αλλά ταυτόχρονα σου λέει "μη με φοβάσαι, περαστικό είμαι". Έτσι, συνέχισα να περπατώ. Γεμάτος αγωνίες, σκέψεις αρνητικές. Οι δυσκολίες, σαν βαριά πέτρα, είχαν θρονιαστεί στην καρδιά μου και δε μπορούσα με τίποτα να τις διώξω. Μια παράξενη αίσθηση αδιαθεσίας...
Κοίταξα τη θάλασσα. Ακίνητη σα λάδι υποδεχόταν το λεπτό ψιλόβροχο. Σταμάτησα, πήρα μια βαθιά ανάσα και αποφάσισα να συνεχίσω. Μα μου φαινόταν τόσο δύσκολο ακόμα και το να περπατώ. Κάθε βήμα μού θύμιζε και ένα απ'τα προβλήματά μου. Κάθε ανάσα και μια δυσκολία. "Μα, γιατί Θεέ μου; Γιατί σε μένα όλ'αυτά; Κάνε κάτι, Κύριε, βοήθησέ με. Δεν θ'αντέξω για πολύ"... Έσφιξα τις γροθιές μου μέσα στις τσέπες και προχώρησα.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη του πάρκου διαδραματίστηκε μια σκηνή που δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ μου. Ένα παλικάρι, γύρω στα 28-30 χρόνων σε αναπηρικό καροτσάκι και η κοπέλα του από πίσω να σέρνει το καροτσάκι. Της είπε χαμογελαστά κάτι κι εκείνη, αμέσως ήρθε μπροστά του, τον έπιασε απ'τα μπράτσα και με λίγη δυσκολία τον σήκωσε όρθιο. Απέμειναν έτσι αγκαλιασμένοι να κοιτάζουν προς τη θάλασσα. Γεμάτοι στοργή, αγάπη. Γεμάτοι ευτυχία.
Οι ματιές τους σε κάποια στιγμή συναντήθηκαν με τη δικιά μου. Ο χρόνος σα να σταμάτησε. Εκείνες οι ματιές για πάντα χαραγμένες στην καρδιά μου θα μείνουν... Το βλέμμα τους απέπνεε μια δυναμικότητα, μια ζωντάνια. Το χαμόγελό τους μοναδικό. Μοναδικοί άνθρωποι... Ζούσαν την υπέροχη στιγμή και κανείς και τίποτα δεν ήταν ικανό να τους τη χαλάσει...
"Σ'ευχαριστώ, Θεέ μου" ψιθύρισε η καρδιά μου. "Δεν άργησες να μου απαντήσεις"...
Τόσα πολλά συναισθήματα σε μια μονάχα στιγμή. Τόσες έννοιές μου που εξανεμίστηκαν από δυο ζευγάρια υπέροχα μάτια. Που μου έδωσαν κουράγιο. Που με έμαθαν πως τα δικά μου προβλήματα δεν είναι τα πιο μεγάλα ή τα μοναδικά. Αυτά τα μάτια, μού έδειξαν την αγάπη στην πράξη.Και μετά; Μετά, μια απαλή διαύγεια στην καρδιά. Μια γαλήνη...
Τελικά, ο Θεός μας αγαπάει... Πολύ...