Ήταν ο άνθρωπος της παρέας. Πειράγματα, αισχρόλογα, αστεϊσμοί και άλλα πολλά ήταν στον ημερήσιο κατάλογο των κατορθωμάτων του. Τα χρόνια περνούσαν και ποτέ του δεν συνδέθηκε με κάποιους ανθρώπους…ποτέ του δεν εμπιστεύτηκε κανέναν. Όλοι τον θέλανε για την παρέα αλλά μέχρις εκεί. Αλλά και ο ίδιος κανέναν δεν έπαιρνε στα σοβαρά, κανέναν δεν αισθανόταν δικό του άνθρωπο, φίλο του, οικείο του.
Κάπου στα 30 του, γνώρισε μία κοπέλα. Την γνώρισε μέσα από μια τυχαία παρέα, διαμέσου γνωστών αγνώστων. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι το διαφορετικό, κάτι το «περίεργο». Του κίνησε το ενδιαφέρον. Όταν τύχαινε στην παρέα να βρίσκεται και εκείνη (σπάνια), αυτός σταματούσε τις ανοησίες, σταματούσε τις αισχρότητες τις οποίες οι υπόλοιποι τον ωθούσαν να πράξει για χάριν της παρέας και του κεφιού.
Μετά από μερικούς μήνες πήρε το θάρρος και την ζήτησε να βγούνε έξω. Εκείνη δέχτηκε, προσφέροντάς του μία ευχάριστη έκπληξη. Δεν περίμενε να βγεί μαζί του ραντεβού...
Από το πρώτο ραντεβού κατάλαβε ότι είχε να κάνει με μία κοπέλα που πίστευε βαθιά στον Θεό. Απ΄την άλλη αυτός στο στόμα του έπιανε κάτι το "εκκλησιαστικό" μόνο για να το κοροϊδέψει και να το κατακρίνει.
Τα λόγια της κοπέλας είχαν μία γλυκύτητα. Μιλούσε και νόμιζες ότι σε μιλούσε μια μελωδία. Τα ραντεβού έφευγαν το ένα μετά το άλλο…η κοπέλα πάντα χαμογελαστή και πρόσχαρη, εκείνος ανήσυχος και προβληματισμένος. Του μιλούσε για τον Θεό, του μιλούσε για την ζωή μέσα στην Εκκλησία, του μιλούσε για την γνήσια και ανιδιοτελή αγάπη. Εκείνος αναπαυόταν μόνο στην σιγουριά των ματιών της.
Ποτέ δεν άγγιξε εκείνη την κοπέλα, μέχρις ότου στο τελευταίο τους ραντεβού του είπε: «Θα ήθελα να προσευχηθείς για εμένα…την άλλη εβδομάδα θα κάνω μία πολύ σοβαρή εγχείρηση στην καρδιά…». Τα λόγια της πάγωσαν το βλέμμα του. Ασυναίσθητα έπιασε τα χέρια της. Του ήταν αδιανόητο ότι μπορεί να την έχανε. «Ναι, θα προσευχηθώ….», είπε με τρεμάμενη φωνή.
Η κοπέλα σηκώθηκε τον ασπάσθηκε και έφυγε λέγοντας «Θα σε πάρω τηλέφωνο…». Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Η ημέρα της εγχείρησης ήρθε.