Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο πονάω αυτή τη στιγμή που γράφω… Θέλω τόσο πολύ να κλάψω. Δε με νοιάζει αν με δεις, αν με κοροϊδέψεις. Θέλω μονάχα να νιώσω λίγο ελεύθερος. Να βγάλω τη μάσκα την ψεύτικη… Να αναπνεύσω λίγο ελεύθερος. Να αφήσω την άθλια, μίζερη καθημερινότητα των πρέπει, των δήθεν. Τη ρουτίνα των ίδιων και των ίδιων.
Γι’αυτό, επέτρεψέ μου να κάνω τα δάκρυά μου εξομολόγηση. Άσε με να σου μιλήσω από καρδιάς για μια παραλία. Σβήσε για λίγο το άγχος της ψυχής σου και συντονίσου με την δική μου. Είναι πολύ δύσκολο αυτό που σου ζητάω, μα προσπάθησε…
Υπάρχει μια παραλία πολύ κοντά μας, μα και τόσο απόμακρη. Εγκαταλειμμένη. Τόσο πανέμορφη, μαγευτική, μα και τόσο απρόσιτη και αόρατη στα παραδομένα στην καθημερινότητα μάτια μας. Δεν μπορείς να την δεις, επειδή βλέπεις με τα μάτια σου. Τα μάτια που συνήθισαν στα ψεύτικα, στα ίδια, στα πονηρά, στα ασήμαντα.
Όλοι κάποτε είχαμε μια καρδιά γεμάτη προσδοκίες, γεμάτη ελπίδες και όνειρα… Μια καρδιά που διψούσε να ζήσει αληθινά. Μια καρδιά που, όμως, με τον καιρό ναρκώθηκε στο βόλεμα και τους τρελούς, απάνθρωπους ρυθμούς της πολύβουης ζωής. Πώς ν’ αντέξει η καρδιά έτσι; Πώς να συνεχίσεις να ονειρεύεσαι σε μια ζωή που τόσο ωμά σε καταδυναστεύει; Δεν αντέχει η ευαίσθητη καρδιά έτσι. Αλλάζει σιγά-σιγά. Σκληραίνει. Γίνεται γυάλινη…
Μα το γυαλί, ξέρεις, μπορεί να σπάσει. Να γίνει κομμάτια. Και μετά, ακόμα και αν το ξανακολλήσεις, τα τραύματα φαίνονται. Μένουν ανεξίτηλα…
Όταν τόσο πρόωρα παράτησες τα όνειρά σου, τα έκλεισες χωρίς να το πολυσκεφτείς μέσα σε μιαν άκρη της γυάλινης –πλέον- καρδιάς σου. Όλες σου οι ελπίδες, τα αισθήματα τ’αληθινά, κρύφτηκαν μέσα σου. Κι ήρθε κατόπιν η σκληρή πραγματικότητα να σφραγίσει το γυάλινο μπουκάλι της καρδιάς σου. Έβαλε τον φελλό. Σε αποτέλειωσε. Δε σου άφησε περιθώρια ν’αντιδράσεις… Κι εσύ;
Εσύ, έκανες –όπως κι εγώ- το λάθος να προχωρήσεις. Να πορευτείς χωρίς τύψεις μέσα στη ζωή. Νιώθουμε να πνιγόμαστε, μα δεν έχουμε τη δύναμη ν’ανασάνουμε. Νιώθουμε πως δεν πάμε καλά, μα κλεινόμαστε ακόμη πιο πολύ στο στεγανό προσωπείο μας. Αντί να βοηθάμε ο ένας τον άλλο, κοιτάζουμε πώς να πατήσουμε τον διπλανό μας, ακόμα και αν δεν έχουμε να κερδίσουμε κάτι. Μόνο ο εαυτούλης μας… Μόνο το δικό μου. Εγώ και ο εγωισμός μου. Δεν αγαπάμε ειλικρινά…
Και βαδίζουμε προς την αυτοκαταστροφή μας χωρίς καρδιά. Χωρίς δάκρυ. Χωρίς ελπίδα να γυρίσουμε… Να ζήσουμε…
Μα, έλα φίλε μου, έλα φίλη μου. Έλα ζωή μου. Βάλε το χέρι σου και άγγιξε τα δάκρυά μου.. Σου ξαναλέω, δε με νοιάζει αν θα γίνω περίγελος. Έλα μόνο να νιώσεις το καυτό δάκρυ μου. Να μπεις μονάχα για μια –αληθινή- στιγμή στα βάθη της ψυχής μου. Έλα να δούμε μαζί την ξεχασμένη παραλία.
Εκεί που η άμμος έκρυψε τα μπουκάλια με το φελλό. Την αληθινή καρδιά μας. Τα όνειρά μας, τις ελπίδες μας. Έλα, σε παρακαλώ. Πιάσε το χέρι μου και πάμε. Δεν έχω τη δύναμη μόνος μου να σκάψω. Θέλει δύναμη ψυχής το να βλέπεις τα δικά σου λάθη κι εγώ νιώθω αδύναμος. Και θέλει ακόμα πιο πολύ αποφασιστικότητα στο να κάνεις το συγκλονιστικό βήμα και να διορθωθείς. Να αλλάξεις. Να γίνεις αληθινός.
Σπάσε, ψυχή μου, τις αλυσίδες της ψεύτικης ζωής και έλα να ξαναζήσουμε τα όνειρά μας. Να κάνουμε μια νέα αρχή. Να ζήσουμε πραγματικά. Να ζήσουμε αληθινά. Για πάντα… Έλα. Θα σε περιμένω…